- στροπά
- στροπά· ἀστραπή, Πάφιοι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στροπά — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Παφίους) η αστραπή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ster (βλ. λ. άστρο) με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού r ως ρο στην Αρκαδοκυπριακή (πρβλ. στροπά: στορπά, βροτός: μορτός)] … Dictionary of Greek
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
στορπάν — Α (κατά τον Ησύχ.) «στορπάν τήν ἀστραπήν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *ster (βλ. λ. άστρο) με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού r ως ορ στην αρκαδοκυπριακή διάλεκτο (πρβλ. στροπά και βροτός: μορτός)] … Dictionary of Greek